borrow

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας borrow
γ΄ ενικό ενεστώτα borrows
αόριστος borrowed
παθητική μετοχή borrowed
ενεργητική μετοχή borrowing

Ρήμα[επεξεργασία]

borrow (en)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • lend (δανείζω)