branda

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
branda brande

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
branda < brand(ire) (πάλλω) + -a
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: μπράντα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

branda θηλυκό

  1. αιώρα
  2. (ναυτικός όρος) αιώρα