breathe out

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας breathe out
γ΄ ενικό ενεστώτα breathes out
αόριστος breathed out
παθητική μετοχή breathed out
ενεργητική μετοχή breathing out

Ετυμολογία [επεξεργασία]

breathe out < → δείτε τις λέξεις breathe και out

Ρήμα[επεξεργασία]

breathe out (en)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]