brim
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
brim | brims |
brim (en)
- το χείλος ποτηριού, αγγείου
- το γείσο, ο γύρος του καπέλου
- ↪ a hat with a broad/wide brim - πλατύγυρο καπέλο
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | brim |
γ΄ ενικό ενεστώτα | brims |
αόριστος | brimmed |
παθητική μετοχή | brimmed |
ενεργητική μετοχή | brimming |
brim (en)
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 204. ISBN 9780194325684., λήμμα: γύρος