bring on
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | bring on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | brings on |
αόριστος | brought on |
παθητική μετοχή | brought on |
ενεργητική μετοχή | bringing on |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
bring on (en)
- φέρνω, κάνω κάτι να εξελιχθεί, συνήθως κάτι δυσάρεστο
Πηγές[επεξεργασία]
- bring on - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 933-934. ISBN 9780194325684., λήμμα: φέρνω