bronze

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /bɹɒnz/ (βρετανικό)

Επίθετο[επεξεργασία]

bronze (en)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bronze (en)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /bʁɔ̃z/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
bronze bronzes

bronze (fr) αρσενικό

  1. ο μπρούντζος
  2. (αθλητισμός) το χάλκινο μετάλλιο