bubo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- bubo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bubo | buboj |
αιτιατική | bubon | bubojn |
bubo (eo)
- το αλάνι, το παλιόπαιδο
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bubo (la) αρσενικό, γενική: būbōnis