buckle up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | buckle up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | buckles up |
αόριστος | buckled up |
παθητική μετοχή | buckled up |
ενεργητική μετοχή | buckling up |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
buckle up (en)
- δένω/βάζω τη ζώνη μου (για τη ζώνη ασφαλείας, όπως σε αυτοκίνητο)