build up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | build up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | builds up |
αόριστος | built up |
παθητική μετοχή | built up |
ενεργητική μετοχή | building up |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
build up (en)
- αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι (συνήθως σταδιακά)
- άλλη γραφή: build-up
Συγγενικά[επεξεργασία]
- buildup (ουσιαστικό)
Πηγές[επεξεργασία]
- build up - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
- build up - Cambridge Dictionary online
- build up - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)