burgus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- burgus < αρχαία ελληνική πύργος ή πρωτογερμανική *burgz (οχύρωση, οχυρή πόλη) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰerǵʰ- (υψώνω, ψηλός, βουνό)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
burgus αρσενικό
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | burgus | burgī |
γενική | burgī | burgōrum |
δοτική | burgō | burgīs |
αιτιατική | burgum | burgōs |
κλητική | burge | burgī |
αφαιρετική | burgō | burgīs |