cable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cable | cables |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cable (en)
- το καλώδιο
- ↪ Somewhere the cable is short circuiting and the power is not reaching the outlet.
- Κάπου βραχυκυκλώνει το καλώδιο και δε φτάνει το ρεύμα στην πρίζα.
- ↪ Somewhere the cable is short circuiting and the power is not reaching the outlet.
- η καλωδιακή τηλεόραση
- το παλαμάρι
- το τηλεγράφημα
- το 1/10 του ναυτικού μιλίου