caboteur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.bɔ.tœːʁ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
caboteur caboteurs

caboteur (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) ο ναυτικός που δουλεύει στην ακτοπλοΐα
  2. το ακτόπλοιο