cachexie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- cachexie < λατινική cachexia (ιατρικός όρος) < αρχαία ελληνική καχεξία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cachexie | cachexies |
cachexie (fr) θηλυκό
- η καχεξία