calceus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- calceus < calx < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)kel-. Συγγενές με το (αρχαία ελληνικά) σκολιός και σκέλος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
calceus αρσενικό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | calceus | calceī |
γενική | calceī | calceōrum |
δοτική | calceō | calceīs |
αιτιατική | calceum | calceōs |
κλητική | calcee | calceī |
αφαιρετική | calceō | calceīs |