calcification

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

calcification (en)

  1. ασβεστοποίηση
  2. (ιατρική) ασβέστωση, αποτιτάνωση
    • προσασβέστωση, επασβέστωση, επιασβέστωση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kal.si.fi.ka.sjɔ̃/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
calcification calcifications

calcification (fr) θηλυκό

  1. η ασβεστοποίηση