cale

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: calé

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
cale cales

cale (fr) θηλυκό

  1. το αμπάρι ενός πλοίου
  2. η σφήνα



Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

cale (ro) θηλυκό