calm down

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας calm down
γ΄ ενικό ενεστώτα calms down
αόριστος calmed down
παθητική μετοχή calmed down
ενεργητική μετοχή calming down

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
calm down < → δείτε τις λέξεις calm και down

calm down (en)

  • καλμάρω, ηρεμώ, γαληνεύω
    Calm down, sir!
    Ηρεμείστε, κύριε!
    A lot of time passed before she calmed down.
    Πέρασε πολλή ώρα ώσπου να ηρεμήσει.
    When the sea calmed down
    Όταν γαλήνεψε η θάλασσα…
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη relax