calorimétrie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
calorimétrie calorimétries

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

calorimétrie (fr) θηλυκό