caminus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- caminus < (άμεσο δάνειο) ελληνιστική κοινή κάμινος (θηλυκό)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
caminus αρσενικό
- κάμινος, καμίνι
- (λογοτεχνικό) σιδηρουργείο του Ηφαίστου
- (μεταφορικά) φωτιά, πυρ
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | caminus | caminī |
γενική | caminī | caminōrum |
δοτική | caminō | caminīs |
αιτιατική | caminum | caminōs |
κλητική | camine | caminī |
αφαιρετική | caminō | caminīs |
Πηγές[επεξεργασία]
- caminus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.