cara

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ιρλανδικά γαελικά (ga)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

cara (ga)



Ισπανικά (es)[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
cara caras

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

cara (es) θηλυκό

  1. πρόσωπο

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
cara caras

cara (es)

  1. θηλυκό του caro



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
cara care

cara (es)