cara
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιρλανδικά γαελικά (ga)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cara (ga)
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cara | caras |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cara (es) θηλυκό
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cara | caras |
cara (es)
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cara | care |
cara (es)