carence

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.ʁɑ̃s/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
carence carences

carence (fr) θηλυκό