cariatide

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
cariatide cariatides

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cariatide (fr) θηλυκό