carne

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
carne carni

carne (it) θηλυκό

  1. η σάρκα
  2. (γαστρονομία) το κρέας



Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
carne carnes

carne (pt) θηλυκό

  1. το κρέας

Συγγενικά[επεξεργασία]