carry off
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | carry off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | carries off |
αόριστος | carried off |
παθητική μετοχή | carried off |
ενεργητική μετοχή | carrying off |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
carry off (en)
- καταφέρνω να κάνω, να πραγματοποιήσω κάτι
- ↪ Rescue teams carried it off and saved the people trapped in their houses after the hurricane.
- Οι ομάδες διάσωσης κατάφεραν να σώσουν τους ανθρώπους που ήταν παγιδευμένοι μέσα στα σπίτια τους μετά τον τυφώνα.
- ↪ Rescue teams carried it off and saved the people trapped in their houses after the hurricane.