carry on

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: carry-on
ενεστώτας carry on
γ΄ ενικό ενεστώτα carries on
αόριστος carried on
παθητική μετοχή carried on
ενεργητική μετοχή carrying on

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
carry on < carry & on

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˌkæri ˈɒn/ (βρετανικό)
 
ΔΦΑ : /ˈkæɹi ˈɑn/ (ΗΠΑ)

carry on (en)

  • συνεχίζω να κάνω κάτι
    Despite the fact that it was snowing heavily, Timmy carried on climbing the mountain.
    Παρά το γεγονός ότι χιόνιζε σε πολύ μεγάλο βαθμό, ο Τίμι συνέχιζε να σκαρφαλώνει το βουνό.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη continue