cartographie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

cartographie < λατινική charta + -graphie

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kaʁ.tɔ.ɡʁa.fi/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
cartographie cartographies

cartographie (fr) θηλυκό

  1. η χαρτογραφία, η χαρτογράφηση
  2. (κατ’ επέκταση) ο χάρτης

Συγγενικά[επεξεργασία]