castravete

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

castravete (ro) αρσενικό

  1. αγγουριά
  2. αγγούρι