caustique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

caustique < λατινική causticus

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kos.tik/

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
caustique caustiques

caustique (fr) αρσενικό ή θηλυκό