cecha
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
cecha < παλαιά γερμανική zēche (αναγνωριστικό σήμα, σημάδι)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cecha (pl) θηλυκό
- το χαρακτηριστικό, η ιδιότητα
- (μαθηματικά) το ακέραιο μέρος (συνήθως μόνο για τους λογάριθμους)