ceiling
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ceiling | ceilings |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ceiling (en)
- η οροφή, το ταβάνι
- ↪ A puddle of water trickling from the ceiling had formed in front of her.
- Μπροστά της είχε σχηματιστεί από το νερό που έσταζε από την οροφή μια λιμνούλα.
- ↪ A puddle of water trickling from the ceiling had formed in front of her.