centigramme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
centigramme | centigrammes |
centigramme (fr) αρσενικό
- το εκατοστόγραμμο (cg)
ενικός | πληθυντικός |
centigramme | centigrammes |
centigramme (fr) αρσενικό