cercle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
cercle < λατινική circulus < circus (κύκλος)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sɛʁkl/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cercle cercles

cercle (fr) αρσενικό

  1. (γεωμετρία) ο κύκλος
  2. το τσέρκι

Συγγενικά

[επεξεργασία]