chair
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
chair | chairs |
chair (en)
- (έπιπλο) η καρέκλα
- o προεδρεύων
Ρήμα[επεξεργασία]
chair (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
chair (fr)
- η σάρκα