chalk up to
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | chalk up to |
γ΄ ενικό ενεστώτα | chalks up to |
αόριστος | chalked up to |
παθητική μετοχή | chalked up to |
ενεργητική μετοχή | chalking up to |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
chalk up to (en)