champ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
champ (en)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
champ | champs |
champ (fr) αρσενικό
- ο αγρός, ο κάμπος
- το πεδίο
- avenue des Champs Elysées - η λεωφόρος Ηλυσίων Πεδίων
- (εραλδική) το φόντο
- le champ d'un écu - το φόντο ενός οικοσήμου