cheat on
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | cheat on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cheats on |
αόριστος | cheated on |
παθητική μετοχή | cheated on |
ενεργητική μετοχή | cheating on |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
cheat on (en)
- (αμετάβατο) απατώ, κερατώνω, έχω μια μυστική σεξουαλική σχέση με κάποιον άλλο
- ↪ Have you ever cheated on me?
- Μ' έχεις απατήσει ποτέ;
- ↪ His wife cheated on him.
- Τον απάτησε/κεράτωσε η γυναίκα του.
- ↪ It looks like Mary cheated on Paul.
- Σαν να τον απατάει η Μαίρη τον Παύλο.
- ↪ Have you ever cheated on me?
Πηγές[επεξεργασία]
- cheat - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 91-92, 444. ISBN 9780194325684., λήμμα: απατώ, κερατώνω