cheval
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cheval | chevaux |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cheval (fr) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) το άλογο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Παλαιά γαλλικά (fro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
cas sujet | chevaus | cheval |
cas régime | cheval | chevaus |
cheval αρσενικό
- το άλογο
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Το x όντας μια συντομευμένη γραφή του us, συναντιέται και η γραφή chevax.