chirurgie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

chirurgie < (άμεσο δάνειο) λατινική chirurgia < αρχαία ελληνική χειρουργία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʃi.ʁyʁ.ʒi/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
chirurgie chirurgies

chirurgie (fr) θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]



Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

chirurgie (cs) θηλυκό