chopper

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
chopper choppers

Ετυμολογία [επεξεργασία]

chopper < chop + -er

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

chopper (en)