chorda
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- chorda < αρχαία ελληνική χορδή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
chorda θηλυκό
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | chorda | chordae |
γενική | chordae | chordārum |
δοτική | chordae | chordīs |
αιτιατική | chordam | chordās |
κλητική | chorda | chordae |
αφαιρετική | chordā | chordīs |