cipriota

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
cipriota < Cipro + -ota

Επίθετο

[επεξεργασία]
ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό ciprioto ciprioti
θηλυκό cipriota cipriote

cipriota (it)

  1. κύπριος
ενικός πληθυντικός
cipriota ciprioti

cipriota (it)

  1. ο κύπριος
      ενικός         πληθυντικός  
cipriota cipriote

cipriota (it)

  1. η κύπρια