circumscribe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας circumscribe
γ΄ ενικό ενεστώτα circumscribes
αόριστος circumscribed
παθητική μετοχή circumscribed
ενεργητική μετοχή circumscribing

Ρήμα[επεξεργασία]

circumscribe (en)

  1. περιγράφω, σχεδιάζω μια γραμμή γύρω από κάτι
  2. (μαθηματικά) σχεδιάζω έναν περιγεγραμμένο κύκλο γύρω από ένα πολύγωνο
  3. (μεταφορικά) περιορίζω