clean up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | clean up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cleans up |
αόριστος | cleaned up |
παθητική μετοχή | cleaned up |
ενεργητική μετοχή | cleaning up |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]clean up (en)