cleaner

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
cleaner < clean + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cleaner cleaners

cleaner (en)

  1. (επάγγελμα) ο καθαριστής, η καθαρίστρια
    a window cleaner - καθαριστής παραθυριών
  2. (συνήθως σε σύνθετα) το καθαριστικό, η ουσία ή η μηχανή που καθαρίζει
    an acidic cleaner - όξινο καθαριστικό
    an all-purpose liquid cleaner - καθαριστικό υγρό γενικής χρήσης
    an electric vacuum cleaner - ηλεκτρική σκούπα
  3. (πληθυντικός ή cleaner's) το καθαριστήριο, το στεγνοκαθαριστήριο
    I gave the suit/the blankets to the cleaners/cleaner's.
    Έδωσα το κοστούμι/τις κουβέρτες στο καθαριστήριο.

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
cleaner < clean + -er συγκριτικό

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

cleaner (en)