clog up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | clog up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | clogs up |
αόριστος | clogged up |
παθητική μετοχή | clogged up |
ενεργητική μετοχή | clogging up |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
clog up (en)
- → δείτε τη λέξη clog