clou

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /klu/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
clou clous

clou (fr) αρσενικό

  1. το καρφί, η πρόκα (λαϊκό)
  2. το κλου


Συγγενικά[επεξεργασία]