coalesce
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | coalesce |
γ΄ ενικό ενεστώτα | coalesces |
αόριστος | coalesced |
παθητική μετοχή | coalesced |
ενεργητική μετοχή | coalescing |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
coalesce (en)