coalesce

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας coalesce
γ΄ ενικό ενεστώτα coalesces
αόριστος coalesced
παθητική μετοχή coalesced
ενεργητική μετοχή coalescing

Ετυμολογία [επεξεργασία]

coalesce < λατινική coalesco < co- + alesco

Ρήμα[επεξεργασία]

coalesce (en)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]