coercion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /koʊˈɝʒən/ & /koʊˈɝʃən/
  (ΗΠΑ)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

coercion (en)

  1. εξαναγκασμός
  2. (προγραμματισμός) η αναγκαστική μετατροπή της τιμής ενός τύπου δεδομένων σε άλλο τύπο

Συγγενικά

[επεξεργασία]