cohérence

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: coherence

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɔ.e.ʁɑ̃s/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cohérence cohérences

cohérence (fr) θηλυκό

  1. η συνάφεια
  2. η συνοχή
  3. η συνεκτικότητα