collusion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kɔ.ly.zjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
collusion collusions

collusion (fr) θηλυκό